-
1 καταπροδιδωμι
1) предательски покидать(τοὺς Ἕλληνας Her.)
2) предавать(τὰς Ἀφίδνας Τυνδαρίδῃσι Her.; τινά Thuc., Arph.; τὰ κοινά Luc.)
κ. τὰ πράγματα Lys. — изменить делу (афинского) государства
1 καταπροδιδωμι
(τοὺς Ἕλληνας Her.)
(τὰς Ἀφίδνας Τυνδαρίδῃσι Her.; τινά Thuc., Arph.; τὰ κοινά Luc.)